- προλύπησις
- -ήσεως, ἡ, Α [προλυπῶ]η εκ τών προτέρων λύπη, στενοχώρια («προησθήσεις τε καὶ προλυπήσεις κατὰ ταὐτὰ ἔχουσιν», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προλυπήσεις — προλύπησις fem nom/voc pl (attic epic) προλύπησις fem nom/acc pl (attic) προλῡπήσεις , προλυπέομαι aor subj act 2nd sg (epic) προλῡπήσεις , προλυπέομαι fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλυπήσεων — προλυπήσεω̆ν , προλύπησις fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλυπήσεως — προλυπήσεω̆ς , προλύπησις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)